μπεκρούλιασμα
Смотреть что такое "μπεκρούλιασμα" в других словарях:
μπεκρούλιασμα — το [μπεκρουλιάζω] μεθοκόπημα … Dictionary of Greek
μεθοκόπημα — και μεθοκόπι, το [μεθοκοπώ] συχνή και υπερβολική οινοποσία, μπεκρούλιασμα … Dictionary of Greek
σβανάρισμα — και σβάνισμα, το, Ν [σβανάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβανάρω, μπεκρούλιασμα, μεθοκόπι … Dictionary of Greek